- ἄμφωτις
- ἄμφωτιςtwo-handled pailfem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
άμφωτις — ἄμφωτις ( ιδος) και ἀμφωτὶς ( ίδος), η (Α) 1. μικρός κάδος με δύο λαβές 2. κάλυμμα για τα αφτιά, που φορούσαν οι νεαροί πυγμάχοι κατά τη διάρκεια τής άσκησης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφ(ι) * + οὖς, ὠτός] … Dictionary of Greek
ἀμφωτίς — two handled pail fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμφωτίδων — ἄμφωτις two handled pail fem gen pl ἀμφωτίς two handled pail fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμφωτίδας — ἀμφωτίς two handled pail fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμφωτίδες — ἀμφωτίς two handled pail fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμφωτίδι — ἀμφωτίς two handled pail fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμφώτιδας — ἄμφωτις two handled pail fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμφώτιδες — ἄμφωτις two handled pail fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμφώτιδι — ἄμφωτις two handled pail fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμφ(ι)- — Γλωσσ. α συνθετικό λέξεων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής καθώς και επιστημονικών όρων, με μεγάλη παραγωγικότητα. Προέρχεται από την αρχαία λέξη ἀμφί, που λειτουργεί ως πρόθεση και επίρρημα. Κατά τη σύνθεση, το τελικό φωνήεν ι άλλοτε… … Dictionary of Greek